ὁμοτίμων

ὁμοτίμων
ὁμοτί̱μων , ὁμότιμος
equally valued
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Α’ — I (Carlos Ι, 1863 – 1908). Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1889 1908). Ήταν γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Α’. Διοίκησε τη χώρα του με απολυταρχικό τρόπο, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του λαού του. Επέβαλε βαριά φορολογία, περιόρισε τον αριθμό των… …   Dictionary of Greek

  • Κονόγιε, Φουμιμάρο — (Fumimaro Konoe ή Konoye, Τόκιο 1891 – 1945). Ιάπωνας πολιτικός, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (1937 39, 1940 41). Προερχόταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια, επηρεάστηκε όμως πολιτικά από τα σύγχρονα ρεύματα της δυτικοευρωπαϊκής σκέψης. Μετέφρασε… …   Dictionary of Greek

  • Μαρμόν, Ογκίστ Φρεντερίκ Λουί Βιες ντε- — (Auguste Frederic Louis Viesse de Marmont, Σατιγιόν σιρ Σεν 1774 – Βενετία 1852). Δούκας της Ραγούζα (1808) και στρατάρχης της Γαλλίας. Έλαβε μέρος στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου και σε όλους τους πολέμους της αυτοκρατορίας. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”